- καταπολιός
- καταπολιός, όν,A white-haired, Gloss.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καταπολιός — καταπολιός, όν (Α) εντελώς λευκός, κατάλευκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + πολιός «λευκός»] … Dictionary of Greek